- υπερκάθαρση
- [-ις (-εως)] η тщательная чистка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερκάθαρση — η / ὑπερκάθαρσις, άρσεως, ΝΑ [ὑπερκαθαίρομαι] ιατρ. υπέρμετρη κένωση περιττωμάτων … Dictionary of Greek